απόδειπνο

απόδειπνο
Η προτελευταία από τις επτά καθημερινές προσευχές που έλεγαν οι πρώτοι χριστιανοί. Στην αρχή, περιλάμβανε μόνο ορισμένους ψαλμούς από την Αγία Γραφή, αργότερα όμως (γύρω στον 4ο αι.) συμπληρώθηκε και με άλλες ευχές και ύμνους λανβάνοντας τη μορφή ακολουθίας που τελούσαν στις εκκλησίες και τα μοναστήρια. Λεγόταν αμέσως μετά το δείπνο, ενώ στις μεγάλες μονές επικράτησε αργότερα να λέγεται μετά τον εσπερινό, από όλους τους μοναχούς μαζί μπροστά στον νάρθηκα. Το α. είχε την έννοια ευχαριστίας υπέρ της νύχτας που έφερνε την ξεκούραση από τους κόπους της ημέρας, αλλά και την υπόμνηση του θανάτου. Στην αρχή, τα διάφορα αναγνώσματα και οι ευχές που διαβάζονταν δεν ήταν συγκεκριμένα, αλλά διέφεραν από εκκλησία σε εκκλησία. Με την πάροδο του χρόνου, το α. πήρε ενιαία μορφή και, σύμφωνα με τον Συμεών Θεσσαλονίκης (15ος αι.), χωρίστηκε στο ασματικόν,στο μικρόν και στο μέγα α. Το πρώτο καταργήθηκε από τον 15o αι., ενώ τα άλλα δύο ψάλλονται ακόμα και σήμερα. Το μικρόν λέγεται κάθε βράδυ, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, καθώς και τις Παρασκευές, τα Σάββατα και τις Κυριακές της Μεγάλης Σαρακοστής, την παραμονή του Μεγάλου Κανόνος και τη Μεγάλη Τετάρτη, ενώ το μέγα λέγεται τις υπόλοιπες ημέρες της Μεγάλης Σαρακοστής.
* * *
το κ. -πνος, ο (AM ἀπόδειπνον, Μ κ. -δείπνιον)
η ακολουθία που ψάλλεται μετά το δείπνο
μσν.- νεοελλ.
ο χρόνος μετά το δείπνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απόδειπνο — το η μετά το δείπνο ώρα (κυρίως εκκλησ.), η μετά το δείπνο και πριν από τον ύπνο θρησκευτική ακολουθία (μικρό και μεγάλο απόδειπνο): Στο μοναστήρι που μείναμε, ύστερα από το βραδινό φαγητό πήγαμε στην εκκλησία και παρακολουθήσαμε το απόδειπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοξολογία — Τύπος χριστιανικής προσευχής με τον οποίο δοξάζεται o Θεός με λόγους ή με ύμνους. Ο τύπος αυτός προσευχής είναι αρχαιότατος· με αυτόν οι χριστιανοί μιμήθηκαν την ιουδαϊκή συνήθεια να επισφραγίζουν κάθε λειτουργική ευχή με δ. του τριαδικού Θεού.… …   Dictionary of Greek

  • Κουρμπέ, Γκιστάβ — (Gustav Courbet, Ορνάν, Γαλλία 1819 – Λα Τουρ ντε Πελζ, Ελβετία 1877). Γάλλος ζωγράφος. Στην Ορνάν, όπου ξεκίνησε τις σπουδές του, συνδέθηκε φιλικά με τον Μαξ Μπισόν. Αργότερα, γράφτηκε στο κολέγιο της Μπεζανσόν (1837) και μελέτησε σχέδιο με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μάρρα, Ειρήνη — (Αθήνα 1943 – 1998). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη Μέση Εμπορική Σχολή και ασχολήθηκε με την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Στη συνέχεια επιδόθηκε στη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων καθώς και στη μετάφραση και διασκευή έργων ξένων συγγραφέων. Συνεργάστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”